- ροθιάζω
- Α [ῥόθιον]1. (για κωπηλάτες) χτυπώ με δύναμη το κουπί (α. «ῥοθίαζε κἀνάνιπτε», Κρατίν.β. «ῥοθιάζειν ἐλαύνειν, ἀπὸ τοῡ ψόφου τῆς εἰρεσίας», Ησύχ.)2. (για πλοίο) παράγω ήχο από το χτύπημα τών κουπιών («ναῡς ὅτ' ἄν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ», Αριοτοφ.)3. ειρων. (για χοίρους) τρώω με θόρυβο πλαταγίζοντας τη γλώσσα και ροκανίζοντας.
Dictionary of Greek. 2013.